ἰωρός

ἰωρός
ἰωρός
ban
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ιωρός — ἰωρός, ὁ (Α) 1. (κατά τον Απολλ. Δύσκ.) ο φύλακας τής πόλης 2. παροιμ. (κατά το λεξ. Σούδα) «οὐδ ἐντὸς ἰωροῡ οὐδ ἐν ἀσφαλεία» ή «ἐκτὸς ἰωροῡ» για την επικήρυξη ανθρωποκτόνων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. να προέρχεται από *Fί Fωρος, που… …   Dictionary of Greek

  • ἰωροί — ἰωρός ban masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰωροῦ — ἰωρός ban masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰωρῶν — ἰωρός ban masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”